μαμούρης

μαμούρης
ο
1) лакей, слуга; 2) батрак; 3) подлец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μαμούρης" в других словарях:

  • μαμούρης — α, ικο, ουδ. και μαμούρι 1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. υπηρέτης, δούλος 2. αυτός που προσλαμβάνεται με μισθό για καλλιέργεια αγρού …   Dictionary of Greek

  • Μαμούρης, Ιωάννης — (1797 – 1867). Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Δρέμιστα της Παρνασσίδας και ήταν εξάδελφος του Ι. Γκούρα. Πήρε μέρος στην Επανάσταση με το σώμα του Πανουργιά και πολέμησε στην πολιορκία του φρουρίου των Σαλώνων. Πολέμησε επίσης κάτω από τις… …   Dictionary of Greek

  • μαμουριάζω — [μαμούρης] συστέλλομαι, ζαρώνω, κακομοιριάζω σαν μαμούρης («έν τονε μαμουριασμένος στα γραψίματα γυρμένος», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

  • μαμουρεύω — [μαμούρης] εργάζομαι με μισθό 2. (ειδικά) καλλιεργώ κτήματα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»